ἐννακόσιοι

ἐννακόσιοι
ἐννακόσιος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εννακόσιοι — ἐννακόσιοι, αι, α (AM) ενακόσιοι* …   Dictionary of Greek

  • ενακόσιοι — ἐνακόσιοι και ἐννακόσιοι, αι, α, ιων. τ. εἰνακόσιοι (Α) (απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, εννιακόσιοι …   Dictionary of Greek

  • εννεακόσιοι — και εννιακόσιοι, ες, α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, αι, α) (βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι) οι εννέα φορές εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς τα κοντα …   Dictionary of Greek

  • ԻՆՆՀԱՐԻՒՐ — (րոց.) NBH 1 0853 Chronological Sequence: Early classical ա. ἑννακόσιοι nongenti. Ինն անգամ հարիւր. ինը հարիւր. ... *Ամք ինն հարիւր եւ երեսուն, եւայլն. Ծն. ՟Ե. 5: *Իննհարիւր կառք երկաթիք էին նորա: Իննհարիւր կառս երկաթեղէնս. Դատ. 3. 13 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”